Διερευνητική (ή ανακαλυπτική) μάθηση

Εισαγωγή

Στη διεθνή βιβλιογραφία, συναντάμε δυο διαφορετικούς όρους για την ανακαλυπτική διδασκαλία και μάθηση: inquiry learning και discovery learning.

Ο όρος discovery learning (Μάθηση μέσω Ανακάλυψης) προηγήθηκε μερικές δεκαετίες πριν.

Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ευρύτατα ο δεύτερος όρος, inquiry learning (Μάθηση μέσω Διερεύνησης). 

Η προσπάθεια του μαθητή να μαθαίνει μόνος του, κάνοντας χρήση των εμπειριών και των δυνατοτήτων του, ανάγεται στην εποχή του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στην εποχή εκείνη, ο μεν πρώτος αναταράσει τις δημιουργικές δυνάμεις των μαθητών του, ο δε δεύτερος με τη διαλεκτική του καθορίζει έναν επιστημονικό τρόπο εργασίας για τη μάθηση. 

Στη σύγχρονη εποχή η προσπάθεια του μαθητή για ανακάλυψη ή διερεύνηση γνώσεων συστηματοποιήθηκε, οργανώθηκε και τεκμηριώθηκε, κυρίως μέσα από τις θέσεις του Jerome Bruner. 

Τι είναι 

Η Ανακαλυπτική – Διερευνητική μάθηση (inquiry-based learning) είναι µία από τις διδακτικές προσεγγίσεις που στηρίζονται περισσότερο στις αναζητήσεις, απορίες και ερωτήσεις των µαθητών παρά στη παρουσίαση της διδακτέας ύλης από τον εκπαιδευτικό.

Στη Ανακαλυπτική Μάθηση, ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που αποφασίζει ποια προβλήματα είναι σχετικά με τις ανάγκες του μαθητή, καθώς και τις στρατηγικές που είναι οι πιο κατάλληλες για τη συλλογή και ανάλυση των σχετικών με την επίλυση του προβλήματος στοιχείων. Αυτό που οι μαθητές έχουν να κάνουν είναι το να ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες του διδάσκοντα, οπότε θα ανακαλύψουν τις σωστές αρχές ή σχέσεις ανάμεσα στις μεταβλητές. 

Στην Μάθηση μέσω Διερεύνησης, από την άλλη μεριά, οι μαθητές έχουν το «πάνω χέρι». Οι ίδιοι καθορίζουν τα θέματα που είναι σχετικά με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους, αποφασίζουν τη μεθοδολογία που θα ακολουθήσουν κατά τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων και είναι αυτοί οι οποίοι καθορίζουν την αποδεκτή λύση στο πρόβλημά τους. Ο εκπαιδευτικός, στην περίπτωση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μεσολαβητής της μάθησης και όχι ο επικεφαλής κυρίαρχος της διδασκαλίας. 

Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν τα υπέρ και τα κατά τους. Η Ανακαλυπτική Μάθηση μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές στο να επικεντρώνουν σε κάτι που είναι σημαντικό στην επίλυση κάποιου προβλήματος, παρά στο να περιπλανώνται γύρω από το πρόβλημα συναντώντας αδιέξοδα. Από την άλλη τα αδιέξοδα βοηθάνε τους μαθητές στο να αντιλαμβάνονται τι δεν προχωράει και έτσι να μαθαίνουν από την εμπειρία. 

Από τη διδακτική σκοπιά, αν οι μαθητές έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν σε μία παραδοσιακή τάξη, συνιστάται να αρχίζει κανείς τη διαδικασία της μεταστροφής με δραστηριότητες ανακαλυπτικής μάθησης και να καταλήγει σε δραστηριότητες πραγματικής «Διερεύνησης». Αν η μετάβαση γίνει «εν μια νυκτί» οι μαθητεύοντες κατά πάσα πιθανότητα θα πιεσθούν και θα παραιτηθούν από την προσπάθεια.

Jerome Bruner 

Βασική θέση του Bruner είναι ότι ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να παρέχει έτοιμες γνώσεις στους μαθητές, αλλά να δημιουργεί καταστάσεις προβληματισμού, ώστε οι μαθητές να ωθούνται στην ανακάλυψη της γνώσης. Προκειμένου όμως να παρακινηθούν οι μαθητές προς τη λύση του προβλήματος, ο εκπαιδευτικός οφείλει, αφενός μεν, να δίνει στο πρόβλημα μορφή ανάλογη με την ωριμότητα των μαθητών και, αφετέρου δε, να τους προδιαθέτει ευνοϊκά προς τη νέα μάθηση, καλλιεργώντας με ερωτήσεις και νύξεις την απορία, την περιέργεια και την αμφιβολία.

Ο Bruner ανήκει στην κατηγορία των γνωστικών ψυχολόγων, που δίνει έμφαση στη διευκόλυνση της μάθησης μέσα από την κατανόηση των δομών και των επιστημονικών αρχών ενός αντικειμένου, τον τρόπο σκέψης του μαθητευόμενου, καθώς και στην υιοθέτηση της ανακαλυπτικής μεθόδου, ή της καθοδηγούμενης ανακάλυψης με την ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων μάθησης (Ράπτης, Ράπτη, 2001). Οι τρόποι σκέψης ή τα συστήματα, τα οποία χρησιμοποιεί ο μαθητής για να κατανοεί τις πληροφορίες και να αναπτύσσεται γνωστικά (που αντιστοιχούν και στα ιστορικά στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης) κατά τον Bruner (Bruner, 1966) είναι: 

  1. Το σύστημα της πραξιακής αναπαράστασης (enactive representation), στο οποίο η γνώση σχετίζεται με την κίνηση και τη δεξιότητα που προέρχεται από την άμεση επαφή του ατόμου με τα πράγματα (π.χ. το παιδί μετράει τα μολύβια) 
  2. Το σύστημα της εικονικής αναπαράστασης στο οποίο οι γνώσεις αναπαριστώνται μέσω εσωτερικών «πνευματικών» εικόνων, χωρίς όμως το στοιχείο του αφηρημένου συσχετισμού (π.χ. η εικόνα του παιδιού που μετράει τα μολύβια) και 
  3. Το σύστημα της συμβολικής αναπαράστασηςπου είναι και το ανώτερο, στο οποίο οι γνώσεις παρουσιάζονται με σύμβολα (αναπαράσταση σχέσεων με αφηρημένα σύμβολα, με δυνατότητα διαφόρων συσχετισμών και διατύπωσης θεωριών, ακόμη και χωρίς να στηρίζεται ο μαθητευόμενος σε συγκεκριμένα στοιχεία της εμπειρίας). 

Σχετικά με την απόκτηση της γνώσης ο Bruner υποστηρίζει την ανακαλυπτική-διερευνητική μάθηση, κατά την οποία ο μαθητής με τις δικές του δυνάμεις προσπαθεί να εμβαθύνει στο αντικείμενο και να ανακαλύψει τις θεμελιώδεις αρχές και σχέσεις που διέπουν τα επιμέρους στοιχεία του (Τριλιανός, 2003).

Σε μια από τις πιο γνωστές θέσεις του, ο Bruner υποστηρίζει ότι όλοι οι μαθητές είναι δυνατόν να μάθουν οτιδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία (Φλουρής, 2003), εφόσον υπάρχει η κατάλληλη δομή και οργάνωση της ύλης, καθώς και η απαραίτητη μεθόδευση της διδασκαλίας. Η θέση αυτή του Bruner προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, αφού προσέκρουσε στις μέχρι τότε αποδεκτές αντιλήψεις για το θέμα αυτό, αλλά και επέφερε επαναστατικές αλλαγές τόσο στη φύση των αναλυτικών προγραμμάτων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή της διδασκαλίας.

Αναλυτικό πρόγραμμα

Ο Bruner υπήρξε ο εμπνευστής της ιδέας του σπειροειδούς αναλυτικού προγράμματος, με βάση το οποίο έδειξε ότι η γνώση που έχει αναπτυχθεί με τον κατάλληλο για το παιδί τρόπο από πολύ νωρίς και αργότερα γίνεται αντικείμενο μελέτης σε πιο προχωρημένο επίπεδο, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνει κτήμα του μαθητή.

Η ανακαλυπτική μάθηση και οι στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων δεν αναπτύσσονται ξαφνικά, ως δια μαγείας, ούτε είναι άσχετες με την προηγούμενη εμπειρία του παιδιού. Είναι δεξιότητες που μαθαίνονται, γι’ αυτό και πρέπει να είναι μέλημα κάθε δασκάλου. Ο δάσκαλος καθοδηγεί τα παιδιά προς την «ανακάλυψη» αρχών, νόμων και κανόνων που διέπουν όχι μόνο τα φαινόμενα ως γνωστικά αντικείμενα αλλά και την ίδια του τη σκέψη (Ράπτης, Ράπτη, 2001). 

Η συμβολή του Bruner υπήρξε μοναδική (Σολομωνίδου, 1999), καθώς συνδύασε την έννοια του χειρισμού των πραγματικών αντικειμένων ως ένα μέρος του μοντέλου ανάπτυξης (με τη σωκρατική έννοια) της μάθησης ως μια διαδικασία εσωτερικής αναδιοργάνωσης μέσω της ανακαλυπτικής μάθησης. 

Πηγές:

Jimoyiannis, A. & Komis V. (2001). Computer simulations in physics teaching and learning: a case study on students’ understanding of trajectory motion.  Computers &  Education 36, 183-204

Jimoyiannis, A., Mikropoulos, T. A. & Ravanis, K. (2000). Students’ performance towards computer simulations on kinematics. Themes in Education, 1(4), 357-372

Θεωρίες µάθησης και εκπαιδευτική πράξη.  Τσακίρη, ∆. & Καπετανίδου, Μ. (2007).Αθήνα. Αυτοέκδοση.

Θεωρίες µάθησης και κριτική – δηµιουργική σκέψη. Στο «Σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις για την ανάπτυξη κριτικής – δηµιουργικής σκέψης». Επιµ. Κουλαϊδής, Β. Αθήνα ΟΕΠΕΚ

Σύγχρονες Διδακτικές Προσεγγίσεις για την Ανάπτυξη Κριτικής – Δημιουργικής Σκέψης για τη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κουλαϊδής, Β. (2007), ΟΕΠΕΚ.

Ψυχολογία της μάθησης. Μπασέτας, Κ. (2002), Εκδόσεις Ατραπός.


Πληροφορική και Εκπαίδευση, Συνολική Προσέγγιση. Ιδιωτική έκδοση. Ράπτης, Α. & Ράπτη, A. (1998), 

Μάθηση και διδασκαλία. Φουντοπούλου, Μ. (2001), Εκδόσεις Καστανιώτη.

https://www.tameteora.gr/apopseis-sxolia/apopseis/143453/η-ανακαλυπτική-μάθηση-του-j-bruner/