Mentoring

1. Αναζητώντας το όρο σε λεξικά…

Λεξικό Τριανταφυλλίδη:  Mέντορας ο [méndoras]: χαρακτηρισμός για συνετό σύμβουλο και φίλο.[λόγ. < αρχ. Μέντωρ, -ορα (σύμβουλος του Τηλέμαχου στην Οδύσσεια)]

Λεξικό Μπαμπινιώτη: Έχει μόνο το κύριο όνομα: Μέντωρ (ο) {Μέντορ-ος, ·α| 1. μυθολ. πιστός φίλος τού Οδυσσέα τού οποίου τη μορφή έπαιρνε η Αθηνά για να βοηθήσει τον ίδιο ή τον Τη­λέμαχο 2. (μετωνυμ.) για πρόσωπο που καθοδηγεί και συμβουλεύει κάποιον, ώστε να κάνει σωστές επιλογές. Επίσης Μέντορας. (ΕΤΥΜ. αρχ. < θ. μεν- (< I.E. men-, ρίζα ευρείας διαδόσεως, που αφο­ρά σε πνευματικές δραστηριότητες, βλ. λ. μέν ος, μνή-μη. μαν-ία. μάν- τις κ.ά.) + παραγ. επίθημα -τωρ <τού δρώντος προσώπου. πβ. πράκτωρ)\.

Λεξικό Δημητράκου: μεντορουργής ούς-ές ό υπό του Μέντορος ειργασμένος : Λούκ, Λεξιφ.7 ό τρυηλίς μεντορουργής ευλαβή έχουσα την κέρκον.

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μέντορας (Μέντωρ) ήταν γνωστά δύο πρόσωπα: Ο πιο γνωστός Μέντωρ ήταν ένα πρόσωπο της Οδύσσειας στο οποίο ο Οδυσσέας εμπιστεύθηκε «τα του οίκου του» όταν έφευγε για τον Τρωικό Πόλεμο. Τη μορφή του Μέντορα έπαιρνε η θεά Αθηνά σε πολλές περιστάσεις, όπως για να συνοδεύσει τον Τηλέμαχο στην Πύλο και στη Σπάρτη όταν έψαχνε τον  πατέρα του, ή για να προστρέξει σε βοήθεια του Οδυσσέα κατά τη «μνηστηροφονία» την εξόντωση των μνηστήρων της Πηνελόπης. Ως Μέντωρ αναφέρεται ακόμη ένας γιος του γονιμότατου Ηρακλή από την Θεσπιάδα Ασωπίδα.

Ο Γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Φενελόν, στο έργο του Les Aventures de Telemaque («Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου», 1699) παρουσιάζει τον Μέντορα-Αθηνά να συνοδεύει τον Τηλέμαχο στο ταξίδι του, να του δίνει κατευθύνσεις με τη φιλική γνώμη του και να τον επαναφέρει τελικά κοντά στον πατέρα του, τον Οδυσσέα. Με αυτό τον τρόπο, η λέξη «μέντορας» στη γαλλική, από αυτή σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και ως «μερικό» αντιδάνειο και στη νέα ελληνική, σημαίνει και γενικά τον σύμβουλο και φίλο που δρα ως πνευματικός οδηγός και καθοδηγητής. Στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν και τα παράγωγα mentoring, mentorship, mentoree

2. Ορισμός/Ορισμοί…

Mentoring

Είναι μια διαδικασία που περιγράφει την άτυπη μετάδοση της γνώσης, την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, την ανάπτυξη που σχετίζεται με την εργασία, την καριέρα, την επικοινωνία συνήθως πρόσωπο με πρόσωπο κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης χρονικής περιόδου, ανάμεσα σε ένα πρόσωπο που θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερη σχετική γνώση, ή εμπειρία, και ένα άτομο που θεωρείται ότι έχει λιγότερη.

Ο μέντορας βοηθάει τον «mentoree» να ξεκαθαρίσει στόχους και να οργανώσει ένα πλάνο για να τους επιτύχει, με το να μοιράζεται μαζί του τις εμπειρίες και τη γνώση που έχει αποκτήσει.

…Κάποτε διάβασα μια ενδιαφέρουσα άποψη για το mentoring και την καταθέτω: «…κάνω την εμπειρία μου σκαλοπάτι για ν’ ανέβεις εσύ λίγο πιο εύκολα, λίγο πιο ψηλά. Ας μην ξανά-ανακαλύψουμε τον τροχό, αν δεν υπάρχει λόγος»…

Η πραγματική καθοδήγηση είναι κάτι περισσότερο από απλές απαντήσεις σε ερωτήσεις, ή περιστασιακή παροχή βοήθειας. Πρόκειται για μια συνεχή σχέση διαλόγου και μάθησης.

Mentoring υπήρχε στην αρχαία ελλάδα. Από το 1970 έχει εξαπλωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κυρίως σε πλαίσια κατάρτισης και έχει περιγραφεί ως «μια από τις καινοτομίες».

Peer-mentoring 
Tο peer – mentoring είναι μια εκπαιδευτική διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο (ο μέντορας – mentor) ενθαρρύνει και βοηθάει ένα ή περισσότερα, λιγότερο έμπειρα άτομα (mentees), να αναπτύξουν δεξιότητές σε ένα κοινό πεδίο ενδιαφερόντων. Πρόκειται για μια αμοιβαία και δυναμική σχέση μέσω της οποίας τα δύο μέρει έχουν εξίσου τη δυνατότητα για προσωπική ανάπτυξη και εξέλιξη, καθώς πέρα από την εμπειρία της ίδιας της παιδαγωγικής σχέσης που καλλιεργείται, το πρόσωπο που καθοδηγεί και βοηθάει (μέντορας), επιδέχεται συχνά το ίδιο, κατάλληλης καθοδήγησης και ‘εκπαίδευσης’, από άλλο εκπαιδευτή, έτσι ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκέστερα στο ρόλο του. Οι συναντήσεις ανάμεσα στον μέντορα και τους εκπαιδευόμενους ποικίλουν σε συχνότητα, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε προγράμματος.
Το peer-mentoring προωθήθηκε κατά τη δεκαετία του 60’, από τον θεωρητικό της εκπαίδευσης Paulo Freire (1997). Ο Freire τόνισε την ανάγκη για εκπαιδευτές που θα λειτουργούσαν ως μέντορες, σεβόμενοι παράλληλα την αυτονομία, την προσωπική ελευθερία και τη δυνατότητα εξέλιξης κάθε εκπαιδευόμενου χωριστά. Από τότε μέχρι σήμερα, το peer –mentoring εφαρμόζεται με επιτυχία σε διάφορα μαθησιακά περιβάλλοντα και κοινωνικά πεδία, όπως πανεπιστήμια, σχολεία όλων των βαθμίδων, κέντρα εκπαίδευσης ενηλίκων, αθλητικούς συλλόγους, επιχειρήσεις, κοινοτικά προγράμματα και οργανισμούς, συλλόγους που ασχολούνται με άτομα με ειδικές ανάγκες, νοσοκομεία, κέντρα πρόληψης κ.λπ.
Ειδικότερα, όσον αφορά την τυπική εκπαίδευση, το peer mentoringεφαρμόζεται κυρίως ως μέσο ομαλής προσαρμογής και στήριξης νέων μαθητών από μεγαλύτερους σε ηλικία συμμαθητές τους, κατά το δύσκολο πέρασμα τους από τη μία σχολική βαθμίδα στην άλλη (πχ από το δημοτικό στο γυμνάσιο κτλ.) (βλ. ενδεικτικά Wright, S., & Cowen, E. L. 1985. και Helen Cowie, & Patti Wallace 2001), ενώ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χρησιμοποιείται κυρίως στην στήριξη γυναικών, μειονοτήτων και γενικότερα των εθνοτικά διαφορετικών από την κυρίαρχη ομάδα φοιτητών (βλ. ενδεικτικά  Thile EL & Matt GE. 1995,Bizzari, J.C. 1995).
Το peer – mentoring διαφέρει από το κλασσικό (classical – mentoring), κυρίως στο ότι εδώ η σχέση αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ ατόμων που βρίσκονται πολύ κοντά ιεραρχικά και ηλικιακά και όχι μεταξύ ενός πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία ατόμου και νεότερων εκπαιδευομένων αντίστοιχα (βλ. Linda Holbeche,1996). Επομένως, στόχος είναι η δημιουργία ισότιμων, μη – ιεραρχικών σχέσεων μάθησης, εφόσον για παράδειγμα εμπλέκονται παιδαγωγικά καθηγητές πανεπιστημίου με συναδέλφους τους, μαθητές με συμμαθητές τους, αθλητές με άλλους αθλητές κτλ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι όροι συγκρότησης των ομάδων είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, καθώς τις περισσότερες φορές είναι σημαντικό τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραπάνω εκπαιδευτική διαδικασία να έχουν κοινά χαρακτηριστικά, εμπειρίες, ενδιαφέροντα κ.α. (Barry Bozeman Mary K. Feeney, 2008). Συνοψίζοντας, κάθε πρόγραμμα peer-mentoring χρειάζεται: συντονισμό, κριτήρια διαμόρφωσης ομάδων, μηχανισμούς και στρατηγικές ενδυνάμωσης της ομάδας, καταγραφή της διαδικασίας και των σταδίων που ακολουθούνται, διαρκή αναστοχασμό και αξιολόγηση (βλ. Murray, M. 1991).
.

3. Ο θεσμός του Μέντορα σύμφωνα με την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας 

(όπως δόθηκε στη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας και στην Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης)

Αναγκαιότητα θεσμού και εννοιολογικός προσδιορισμός

Η παροχή υψηλής ποιότητας παιδαγωγικού/διδακτικού έργου και η προσωπική/επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού αποτελούν τους κύριους άξονες προτεραιότητας του «Νέου Σχολείου». Οι εν λόγω άξονες προϋποθέτουν τα εξής:

  • ομαλή ένταξη/προσαρμογή του στην εκάστοτε σχολική πραγματικότητα,
  • διαρκή παιδαγωγική/διδακτική καθοδήγησή του,
  • συναισθηματική στήριξή του.

Για το σκοπό αυτό υιοθετείται η εισαγωγή του θεσμού του «Μέντορα» στο εκπαιδευτικό μας σύστημα: για κάθε νεοδιοριζόμενο εκπαιδευτικό ορίζεται ένας παλαιότερος και εμπειρότερος του ως μέντορας. Η σχέση τους, η οποία θα διέπεται από σαφές θεσμικό πλαίσιο, προσβλέπει στην παροχή εξατομικευμένης βοήθειας από το μέντορα προς το νεοδιοριζόμενο εκπαιδευτικό σχετικά με ζητήματα γενικής και ειδικής διδακτικής, καθώς και με ζητήματα παιδαγωγικής, ψυχολογικής, διοικητικής και επαγγελματικής φύσης. Ο μέντορας λειτουργεί ως πρότυπο για το νεοδιοριζόμενο εκπαιδευτικό, ενώ παράλληλα τον ενθαρρύνει και του παρέχει ευκαιρίες για έμπνευση, αναστοχασμό και αυτοαξιολόγηση στα πλαίσια μιας ισότιμης σχέσης.

Προσόντα και τυπικές προϋποθέσεις επιλογής

Ο μέντορας είναι εκπαιδευτικός με μεγάλη εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία, καθώς και αυξημένα προσόντα, τα οποία οριοθετούνται ως εξής:

    • επιστημονικό υπόβαθρο με έμφαση στην παιδαγωγική/διδακτική κατάρτιση,
    • επάρκεια στη χρήση και αξιοποίηση των Τ.Π.Ε.,
    • εμπειρία σε καινοτόμες δράσεις/προγράμματα και
    • γνώση της κουλτούρας και των ιδιαίτερων συνθηκών άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στην περιοχή εργασίας του νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού.
Βιβλιογραφία:
  • Bozeman. B & M. K. Feeney, «Mentor Matching A “Goodness of Fit” Model,» Administration & Society, Volume 40 Number 5, September 2008; pp. 465-482
  • Cain, M. (1994). «Mentoring as identity exchange: conflicts and connections.» Feminist Teacher, 8:3, pp. 112-18.
  • Holbeche. L.(1996) «Peer mentoring: the challenges and opportunities»,Career Development International, Vol. 1 No. 7, pp. 24 – 27.
  • Murray, M. (1991). Beyond the myths and the magic of mentoring: How to facilitate an effective mentoring program. San Francisco: Jossey-Bass
  • Thile E. & G.E Matt. «The Ethnic Mentor Undergraduate Program: A Brief Description and Preliminary Findings.» Journal of Multicultural Counseling and Development 1995;23(2):116-26.
  • Wright, S. & Cowen, E. L. (1985). «The effects of peer teaching on student perceptions of class environment, adjustment and academic performance.» American Journal of Community Psychology, 13(4), pp. 417-433.
Διαδικτυακές αναφορές: