Η θεωρία της διαμεσολάβησης

Η έννοια της διαμεσολάβησης με επι κεφαλής το Vygotsky είναι λιγότερο γνωστή από άλλες που έχουν σαν βάση το ατομικιστικό υπόβαθρο του συμπεριφορισμού και του εποικοδομητισμού.

Η μάθηση εδώ είναι η αντίδραση του ατόμου σε ένα καθορισμένο περιβάλλον, αντίδραση όμως που δεν είναι καθορισμένη με απόλυτη ακρίβεια από τον γενετικό παράγοντα. Έχουμε, δηλαδή, μιαν ανάπτυξη που είναι ανάπτυξη – μέστωμα … και μιαν ανάπτυξη – μάθηση. Η διαπροσωπική σχέση είναι στο κέντρο της μάθησης η οποία είναι συνεργατική. Δεν υπάρχει άλλος καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς από τη διδασκαλία. Η μάθηση που γίνεται στο σχολείο είναι η αποτελεσματική μάθηση και υπάρχει συμμαχία της σκέψης και της γλώσσας. Η γλώσσα είναι ο βασικός διαμεσολαβητικός παράγοντας για την εξέλιξη της σκέψης και έχει χαρακτήρα κοινωνικό.

Ο Vygotsky επιμένει στο ρόλο που παίζει για την ανάπτυξη του παιδιού η κουλτούρα και το κοινωνικό περιβάλλον. Η θεωρία του Vygotsky τονίζει την κοινωνική συνεργασία. Το άτομο εμπλουτίζεται από την κοινωνία και η κοινωνία από το άτομο, … αλλιώς δεν υπάρχουν.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός, γιατί αυτό που ο μαθητής είναι δυνατόν να κάνει τώρα με τη βοήθεια του δασκάλου, είναι δυνατόν, αύριο να το κάνει μόνος του. Η απόσταση ανάμεσα στο τι μπορεί να κάνει μόνος ο μαθητής και τι με τη βοήθεια του δασκάλου, είναι η “ζώνη επικείμενης ανάπτυξης” διάστημα στο οποίο η μάθηση οφείλει να πραγματοποιηθεί.

Η «Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης» (Ζ.Ε.Α.) είναι ένας όρος του Βιγκότσκι για το φάσμα των καθηκόντων που προσφέρονται στο παιδί κατά την διαδικασία της μάθησής του.

  • Το κατώτερο όριο της, είναι το επίπεδο της ικανότητας που κατακτάται από το παιδί δουλεύοντας ανεξάρτητα (επίσης αναφέρεται ως το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού).
  • Το ανώτερο όριο είναι το επίπεδο της δυνητικής ικανότητας που το παιδί είναι ικανό να κατακτήσει με την βοήθεια ενός πιο ικανού καθοδηγητή.

Ο Βιγκότσκι αντιλήφθηκε τη «Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης» ως ένα τρόπο για να εξηγήσει καλύτερα την σχέση ανάμεσα στην μάθηση του παιδιού και την γνωστική ανάπτυξη. Θεωρεί ότι το γνωστικό-μαθησιακό δυναμικό κάθε ατόμου μπορεί να εμπλουτιστεί με συνδρομή από το περιβάλλον. Με τη διαμεσολάβηση του εκπαιδευτικού, των γονέων και των συνομηλίκων του το άτομο μπορεί με αλληλεπίδραση να οδηγηθεί σε ένα γνωστικό επίπεδο ανώτερο αυτού που από μόνο του κατέχει. Η διαφορά ανάμεσα στο προϋπάρχον γνωστικό επίπεδο κι εκείνο που το παιδί θα κατακτήσει με καθοδήγηση, ονομάζεται «Ζώνη επικείμενης ανάπτυξης» (Ζ.Ε.Α., Zone of proximal development, Z.P.D.). Με άλλα λόγια είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που από μόνος μου μπορώ να πετύχω κι αυτό που θα κατακτήσω αν με βοηθήσουν. Η θεωρία αυτή βρίσκει εφαρμογή στην ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και δίνει μια νέα διάσταση στη διδακτική και τη θεώρηση της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού.

Πριν από αυτή, η σχέση μεταξύ της μάθησης και της ανάπτυξης θα μπορούσε να αναλυθεί στις παρακάτω τρεις σημαντικές θέσεις:

  1. Η ανάπτυξη πάντα προηγείται της μάθησης (π.χ., κονστρουκτιβισμός). Τα παιδιά πρώτα χρειάζεται να φτάνουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ωριμότητας πριν  την ύπαρξη της μάθησης.
  2. Η μάθηση και η ανάπτυξη δεν μπορούν να διαχωριστούν, αντί αυτού συνυπάρχουν ταυτόχρονα (π.χ., Συμπεριφορισμός). Απαραίτητα η μάθηση είναι ανάπτυξη, και
  3. Η μάθηση και η ανάπτυξη είναι ξεχωριστές αλλά αλληλένδετες διαδικασίες (π.χ., gestaltism). Η μια διαδικασία πάντα προετοιμάζει την άλλη και αντίστροφα.

Ο Βιγκότσκι απέρριψε αυτές τις τρεις μεγάλες θεωρίες, επειδή, πίστευε πως η μάθηση προηγείται της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, μέσω της βοήθειας ενός πιο ικανού ατόμου, ένα παιδί είναι ικανό να μάθει δεξιότητες όταν υπερβαίνουν το πραγματικό επίπεδο ωρίμανσης και ανάπτυξης του. Γι’ αυτό το λόγο, η ανάπτυξη πάντα ακολουθεί την δυναμική του παιδιού για μάθηση. 

Το πλαίσιο στήριξης προσαρμόζεται στις γνωστικές δυνατότητες του παιδιού. Σε μια σειρά μαθημάτων διδασκαλίας,  ένα πιο ικανό άτομο προσαρμόζει το μέγεθος της καθοδήγησης στο επίπεδου της δυναμικής του παιδιού. Περισσότερη υποστήριξη προσφέρεται όταν ένα παιδί έχει δυσκολία με ένα συγκεκριμένο κομμάτι.  Ένα απαραίτητο στοιχείο είναι η απόκτηση της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Βιγκότσκι, η γλώσσα (και ειδικά ο λόγος) είναι θεμελιώδης στην γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, επειδή η γλώσσα παρέχει στόχο και σκοπό, έτσι ώστε οι συμπεριφορές να κατανοούνται καλύτερα. Μέσω της χρήσης του λόγου, τα παιδιά είναι ικανά να επικοινωνούν και να μαθαίνουν από άλλους μέσα από το διάλογο. Με τον διάλογο, η μη συστηματική, ανοργάνωτη και αυθόρμητη σκέψη συναντώνται με περισσότερο συστηματικές, λογικές και ορθές αντιλήψεις ενός εκπαιδευόμενου βοηθού.

Ο Vygotsky έχει μιαν αντίθετη άποψη από τον Piaget. Όσον αφορά στη γλώσσα Θεωρεί ότι αυτή έχει ένα χαρακτήρα κοινωνικό και όχι εγωκεντρικό που αργότερα, στον ώριμο άνθρωπο, θα μετατραπεί σε εσωτερική, σιωπηλή γλώσσα. Επιμένει, λοιπόν, στο ρόλο γλώσσας και κουλτούρας και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι αλληλεπιδράσεις του παιδιού με τους άλλους παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο για την εξέλιξη της αντίληψης και της τρυφερότητάς του. Τα κοινωνικά στοιχεία πολλαπλασιάζουν τα ατομικά όπως και τα κοινωνικά πολλαπλασιάζονται από τις ατομικές επιδράσεις.

Ο Vygotsky είναι αντίθετος με τη μετωπική διδασκαλία. Διαμορφώνει μια αλληλοδραστική θεωρία μάθησης που επιμένει στην “κοινωνική συνιστώσα” Η αληθινή κατεύθυνση της σκέψης σε ό τι αντιλαμβανόμαστε δεν πάει από “το ατομικό στο κοινωνικό αλλά από το κοινωνικό στο ατομικό.” Σύμφωνα με αυτόν η σκέψη και η συνείδηση είναι καθορισμένες από τις πραγματοποιούμενες δραστηριότητες με τους συνανθρώπους μας σε ένα καθορισμένο κοινωνικό περιβάλλον. Οι αυθόρμητες γνώσεις (μη επεξεργασμένες) και οι μη αυθόρμητες (επιστημονικές) βρίσκονται σε συνεργασία και αλληλοτροφοδοτούνται.

Βιβλιογραφία:

  1. Crawford, K. (1996). Vygotskian approaches in human development in the information era. Educational Studies in Mathematics, 31(1-2), 43-62.
  2. Landry, S. H., Miller-Loncar, C. L., Smith, K. E., & Swank, P. R. (2002). The role of early parenting in children’s development of executive processes. Developmental Neuropsychology, 21, 15-41.
  3. Santrock, J (2004). A Topical Approach To Life-Span Development. Chapter 6 Cognitive Development Approaches (200 – 225) New York, NY: McGraw-Hill.
  4. Verenikina, I. (2003). Understanding scaffolding and the ZPD in educational research. Retrieved September 24, 2013, from http://ro.uow.edu.au/edupapers/381/
  5. Vygotski, L. S. (1978). Mind in society: The development of higher psychological proceses. Chapter 6 Interaction between learning and development (79-91). Cambridge, MA: Harvard University Press.
  6. Vygotsky, L. S. (1980). Mind in society: The development of higher psychological processes. Harvard university press.
  7. Βιγκότσκι, L. (1934/1986). Thought and language. Cambridge, MA: MIT Press.

[Β.Ο. 2009]