Κατά τη δεκαετία του 50, όσοι υποστηρίζουν τις γνωστικές απόψεις, (cognitivisme), έχουν μια νέα προσέγγιση για να εξηγήσουν τη μάθηση, που είναι η επεξεργασία της πληροφορίας.
Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας ενδιαφέρονται για το τι γίνεται μέσα στο κεφάλι του ατόμου που μαθαίνει (αντίληψη, μνήμη, αναπαραστάσεις, λύση προβλημάτων…) Οι πληροφορίες έρχονται απέξω και μέσω των αισθήσεων, αποθηκεύονται αρχικά στην βραχυπρόθεσμη και στη συνέχεια στη μακροπρόθεσμη μνήμη.
Ο άνθρωπος είναι ενεργητικός κάτοχος της πληροφορίας και η μάθηση ορίζεται σαν αλλαγή μέσα στις νοητικές δομές του ατόμου.
- Οι οπαδοί των γνωστικών θεωριών μελετούν τις μεθόδους, στρατηγικές και κανόνες, που ακολουθούνται από το ανθρώπινο μυαλό σε ορισμένες καταστάσεις ιδιαίτερα, όταν λύνονται προβλήματα κατά τη διάρκεια της μάθησης, της ανάγνωσης και της συγκράτησης στοιχείων της πληροφορίας (Παιδαγωγική των στόχων-Bloom, Παιδαγωγική σχεδιασμού-Mialaret, Vial, Legrand). Στόχος τους είναι να κατανοήσουν και να αναπαραγάγουν τις ποικίλες διανοητικές διαδικασίες, που βασίζονται στη δραστηριότητα του χειρισμού της πληροφορίας.
Ο Bandura και η Κοινωνική μάθηση: Το παιδί μαθαίνει παρατηρώντας αυτό που συμβαίνει γύρω του. Προσεγγίζει θεωρητικά αρκετά τον συμπεριφορισμό αν και εδώ ο άνθρωπος δεν αντιδρά πλέον μηχανικά αλλά επεξεργάζεται τα δεδομένα μέσα από γνωστικές διαδικασίες.
- Ο Gagné: Η καινούρια γνώση συνδέεται με την προηγούμενη και η μάθηση είναι αποτέλεσμα αλληλόδρασης του ατόμου με το περιβάλλον. Για να έχουμε μάθηση πρέπει να έχουμε αλλαγή στην επίδοση. Σύμφωνα με τον Gagné ο μαθητής επηρεάζεται από εξωτερικά (αντίδραση προκαλούμενη από έναν εξωτερικό πρόσωπο, τον εκπαιδευτικό) και εσωτερικά γεγονότα (κίνητρο).
Ausubel: Το σημαντικό γι αυτόν τον μελετητή είναι οι σχέσεις μεταξύ της γνωστικής δομής, των προθέσεων του μαθητή, του υλικού που πρέπει να κατακτήσει και του τρόπου μετάδοσης των γνώσεων. Υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες γνώσεις καθορίζουν την επιτυχία της μάθησης και είναι ο σημαντικότερος παράγων. Πρώτα είναι η αντίληψη και ύστερα η ανακάλυψη. Υπάρχει μάθηση μηχανική και μάθηση με νόημα.
- Ο Εποικοδομητισμός (constructivisme) μετά τo 90 γίνεται της μόδας και θεωρεί τη μάθηση σαν μια διαδικασία ενεργητικής δόμησης των γνώσεων και όχι σαν μια διαδικασία πρόσκτησής της. Δεν υπάρχει αντικειμενική μάθηση αλλά μόνο προσωπικές μεταφράσεις της πραγματικότητας, καθένας οικοδομεί τις δικές του και δεν έχουν αξία παρά μόνο για ένα συγκεκριμένο χρόνο. Διαρκούν ένα μικρό διάστημα και εχουν αυτή την ιδιότητα, γιατί πραγματοποιούνται μέσα σε μια κοινότητα, που αποδέχεται τις ίδιες βάσεις και αξίες. Η διδασκαλία παίρνει το σχήμα μιας ενίσχυσης σε αυτή τα διαδικασία. Ο εκπαιδευτκός αλλά και οι άλλοι μαθητεύοντες οδηγούν το μαθητή στη δική του αναζήτηση νοήματος. Το άτομο ψάχνει να κατανοήσει τις πολλαπλές προοπτικές μέσα από την αλληλόδραση, που έχει με τον εξωτερικό κόσμο. Σε πολλά σημεία οι θέσεις των κονστρουκτιβιστών μοιάζουν με αυτές των γνωστικών. Μια νέα έννοια σαν αντίβαρο έρχεται να παρέμβει σε αυτή την τάση, η έννοια της διαμεσολάβησης.
Piaget / Constructivisme: Ο Piaget υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της διανοητικής ανάπτυξης του παιδιού η μάθηση επιτυγχάνεται με την οικοδόμηση των γνωστικών δομών (αναπαραστάσεις, σχήματα, δίκτυο εννοιών) για να κατανοήσει και να απαντήσει στις φυσικές εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον του. Τα στάδια από τα οποία περνάει είναι 4 σύμφωνα με βάση την ηλικία του. Έτσι έχουμε:
- αισθητοκινητική αντίληψη/ αλληλόδραση με το περιβάλλον και οικοδόμηση εννοιών (μέχρι-2 ετών)
- προλογική και συμβολική αντίληψη/ αδυναμία εννοιοποίησης με αφαίρεση, συγκεκριμένο πλαίσιο (2-7)
- συγκεκριμένες αντιληπτικές ενέργειες/ έναρξη εννοιοποίησης και δημιουργία λογικών δομών (7-11)
- συγκεκριμένες ή τυπικές αντιληπτικές ενέργειες/ οι γνωστικές δομές είναι πλέον σαν του ενήλικα και έχουμε πραγματική πρόσβαση στην αφαίρεση.(11-15)
Αυτό το στάδιο καθορίζεται γενετικά αλλά εξαρτάται και από το πώς το παιδί επιδρά στο περιβάλλον του. Η αντίληψη οικοδομείται από τις διαδικασίες ισορρόπησης των γνωστικών δομών, των ευκολιών ή δυσκολιών του περιβάλλοντος. Δύο δράσεις συμβάλλουν: της αφομοίωσης και της προσαρμογής.
Ο Piaget υποστηρίζει πως η ανθρώπινη αντίληψη είναι ένα σύστημα ενεργειών που προσαρμόζεται στο βιολογικό περιβάλλον και για να έχουμε μάθηση πρέπει να αποκαταστήσουμε την ισορροπία ανάμεσα στο περιβάλλον και τον οργανισμό.
Bruner J.: Υποστηρίζει τη μάθηση μέσα από την ανακάλυψη και την διερεύνηση. Για να έχουμε μάθηση ο μαθητής οφείλει να συμμετέχει σε αυτή γι αυτό και προτείνει τη σπειροειδή μορφή αναλυτικού προγράμματος. Η διδασκαλία καθώς προχωρεί ανοδικά γυρίζει προς τα πίσω. Ο Bruner έχει εμπνευστεί από τον Piaget αλλά διαφωνεί με τα ηλικιακά όρια που αυτός προτείνει τονίζοντας τις ευκαιρίες μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επομένως την επίσπευση της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού.
Υπάρχουν 3 διαδικασίες στην πράξη της μάθησης
- η πρόσκτηση της πληροφορίας
- Η μετατροπή της
- η αξιολόγησή της
ενώ 4 τεχνικές παιδαγωγικές
- Η χρήση των αντιθέσεων
- Η διαμόρφωση υποθέσεων
- Η συμμετοχή
- Η αφύπνιση της συνείδησης του μαθητή για να διερευνά και να ανακαλύπτει.
Και ο Bruner συμφωνεί με τον Piaget για την γενετική προτεραιότητα.